Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλευρόθεν
πλευροκοπέω
πλευρόν
πλευροτυπής
πλεύρωμα
πλευστέος
πλευστικός
πλέω
πλέως
πληγή
πλῆγμα
πλῆθος
πληθύνω
πληθύς
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πλήκτης
πληκτίζομαι
πλῆκτρον
πλημμέλεια
View word page
πλῆγμα
πλῆγμα πλῆγμα, ατος, τό, = πληγή, Soph., Eur.
ShortDef
a blow; a stroke (syn. πληγή)
Debugging
Headword:
πλῆγμα
Headword (normalized):
πλῆγμα
Headword (normalized/stripped):
πληγμα
IDX:
26375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26407
Key:
plh=gma
Data
{'content': 'πλῆγμα\n πλῆγμα, ατος, τό,\n = πληγή, Soph., Eur.', 'key': 'plh=gma'}