Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλευρά
πλευρόθεν
πλευροκοπέω
πλευρόν
πλευροτυπής
πλεύρωμα
πλευστέος
πλευστικός
πλέω
πλέως
πληγή
πλῆγμα
πλῆθος
πληθύνω
πληθύς
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πλήκτης
πληκτίζομαι
πλῆκτρον
View word page
πληγή
πληγή πληγή, Doric πλᾱγά, ἡ, πλήσσω a blow, stroke, Lat. plaga, Hom., etc.; πληγὴν πέπληγμαι καιρίαν Aesch.; in such phrases πληγήν or πληγάς is often omitted, πολλὰς τυπτόμενος Ar., etc.:—the person struck is said πληγὰς λαβεῖν Ar.; the striker πληγὰς δοῦναι, ἐμβάλλειν, ἐντείνειν τινί Xen. a stroke by lightning, Hes.: a blow, stroke of calamity, Aesch.; πλ. θεοῦ a blow from heaven, Soph.

ShortDef

a blow, stroke

Debugging

Headword:
πληγή
Headword (normalized):
πληγή
Headword (normalized/stripped):
πληγη
IDX:
26374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26406
Key:
plhgh/

Data

{'content': 'πληγή\n πληγή, Doric πλᾱγά, ἡ,\n \n πλήσσω\n a blow, stroke, Lat. plaga, Hom., etc.; πληγὴν πέπληγμαι καιρίαν Aesch.; in such phrases πληγήν or πληγάς is often omitted, πολλὰς τυπτόμενος Ar., etc.:—the person struck is said πληγὰς λαβεῖν Ar.; the striker πληγὰς δοῦναι, ἐμβάλλειν, ἐντείνειν τινί Xen.\n a stroke by lightning, Hes.: a blow, stroke of calamity, Aesch.; πλ. θεοῦ a blow from heaven, Soph.', 'key': 'plhgh/'}