Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλεύμων
πλευρά
πλευρόθεν
πλευροκοπέω
πλευρόν
πλευροτυπής
πλεύρωμα
πλευστέος
πλευστικός
πλέω
πλέως
πληγή
πλῆγμα
πλῆθος
πληθύνω
πληθύς
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πλήκτης
πληκτίζομαι
View word page
πλέως
πλέως πίμπλημι full of a thing, c. gen., πλεῖαι οἴνου κλισίαι Il., etc. ῥάκη νοσηλείας πλέα rags infected with his sore, Soph. absol. full, Il., etc. of Time, full, complete, δέκα πλείους ἐνιαυτούς ten full years, Hes. comp. πλειότερος Od.

ShortDef

full of

Debugging

Headword:
πλέως
Headword (normalized):
πλέως
Headword (normalized/stripped):
πλεως
IDX:
26373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26405
Key:
ple/ws

Data

{'content': 'πλέως\n πίμπλημι\n full of a thing, c. gen., πλεῖαι οἴνου κλισίαι Il., etc.\n ῥάκη νοσηλείας πλέα rags infected with his sore, Soph.\n absol. full, Il., etc.\n of Time, full, complete, δέκα πλείους ἐνιαυτούς ten full years, Hes.\n comp. πλειότερος Od.', 'key': 'ple/ws'}