πλέως
πλέως
πίμπλημι
full of a thing, c. gen., πλεῖαι οἴνου κλισίαι Il., etc.
ῥάκη νοσηλείας πλέα rags infected with his sore, Soph.
absol. full, Il., etc.
of Time, full, complete, δέκα πλείους ἐνιαυτούς ten full years, Hes.
comp. πλειότερος Od.