Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλέος
πλεύμων
πλευρά
πλευρόθεν
πλευροκοπέω
πλευρόν
πλευροτυπής
πλεύρωμα
πλευστέος
πλευστικός
πλέω
πλέως
πληγή
πλῆγμα
πλῆθος
πληθύνω
πληθύς
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πλήκτης
View word page
πλέω
πλέω to sail, go by sea, Hom., etc.; c. acc. cogn., ὑγρὰ κέλευθα πλεῖν to sail the watery ways, Od.; hence in Pass., τὸ πεπλευσμένον πέλαγος Xen.;—metaph., πλεῖν ὑφειμένηι cf. ὑφίημι ΙΙΙ. of ships, Il., Hdt., etc. of other things, to swim, float, Hom., etc. metaph., ταύτης ἔπι πλέοντες ὀρθῆς while we keep [the ship of] our country right, Soph.; οὐδʼ ὅπως ὀρθὴ πλεύσεται (sc. ἡ πόλις) προείδετο Dem.

ShortDef

to sail, go by sea

Debugging

Headword:
πλέω
Headword (normalized):
πλέω
Headword (normalized/stripped):
πλεω
IDX:
26372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26404
Key:
ple/w

Data

{'content': 'πλέω\n to sail, go by sea, Hom., etc.; c. acc. cogn., ὑγρὰ κέλευθα πλεῖν to sail the watery ways, Od.; hence in Pass., τὸ πεπλευσμένον πέλαγος Xen.;—metaph., πλεῖν ὑφειμένηι cf. ὑφίημι ΙΙΙ.\n of ships, Il., Hdt., etc.\n of other things, to swim, float, Hom., etc.\n metaph., ταύτης ἔπι πλέοντες ὀρθῆς while we keep [the ship of] our country right, Soph.; οὐδʼ ὅπως ὀρθὴ πλεύσεται (sc. ἡ πόλις) προείδετο Dem.', 'key': 'ple/w'}