Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλεονεξία
πλέος
πλεύμων
πλευρά
πλευρόθεν
πλευροκοπέω
πλευρόν
πλευροτυπής
πλεύρωμα
πλευστέος
πλευστικός
πλέω
πλέως
πληγή
πλῆγμα
πλῆθος
πληθύνω
πληθύς
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
View word page
πλευστικός
πλευστικός πλευστικός, ή, όν fit or favourable for sailing, Theocr.
ShortDef
fit or favorable for sailing
Debugging
Headword:
πλευστικός
Headword (normalized):
πλευστικός
Headword (normalized/stripped):
πλευστικος
IDX:
26371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26403
Key:
pleustiko/s
Data
{'content': 'πλευστικός\n πλευστικός, ή, όν\n fit or favourable for sailing, Theocr.', 'key': 'pleustiko/s'}