Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλέος
πλεύμων
πλευρά
πλευρόθεν
πλευροκοπέω
πλευρόν
πλευροτυπής
πλεύρωμα
πλευστέος
πλευστικός
πλέω
πλέως
πληγή
πλῆγμα
πλῆθος
πληθύνω
πληθύς
πληθύω
πλήθω
View word page
πλευστέος
πλευστέος πλευστέος, ον, verb. adj. from πλέω one must sail, Dem.

ShortDef

one must sail

Debugging

Headword:
πλευστέος
Headword (normalized):
πλευστέος
Headword (normalized/stripped):
πλευστεος
IDX:
26370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26402
Key:
pleuste/os

Data

{'content': 'πλευστέος\n πλευστέος, ον,\n verb. adj. from πλέω\n one must sail, Dem.', 'key': 'pleuste/os'}