Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλεονεκτητέος
πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλέος
πλεύμων
πλευρά
πλευρόθεν
πλευροκοπέω
πλευρόν
πλευροτυπής
πλεύρωμα
πλευστέος
πλευστικός
πλέω
πλέως
πληγή
πλῆγμα
πλῆθος
πληθύνω
πληθύς
πληθύω
View word page
πλεύρωμα
πλεύρωμα πλεύρωμα, ατος, τό, like πλευρόν, in pl. the side, Aesch.

ShortDef

the side

Debugging

Headword:
πλεύρωμα
Headword (normalized):
πλεύρωμα
Headword (normalized/stripped):
πλευρωμα
IDX:
26369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26401
Key:
pleu/rwma

Data

{'content': 'πλεύρωμα\n πλεύρωμα, ατος, τό,\n like πλευρόν, in pl. the side, Aesch.', 'key': 'pleu/rwma'}