Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνδρογόνος
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάϊκτος
ἀνδροδάμας
ἀνδροθέα
ἀνδρόθεν
ἀνδροθνής
ἀνδροκμής
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκτασία
ἀνδροκτονέω
ἀνδροκτόνος
ἀνδρολέτειρα
ἀνδροληψία
ἀνδρομάχος
ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
ἀνδρόπαις
ἀνδροπλήθεια
ἀνδρόσινις
ἀνδροσφαγεῖον
View word page
ἀνδροκτονέω
ἀνδροκτονέω from ἀνδροκτόνος to slay men, Aesch.

ShortDef

to slay men

Debugging

Headword:
ἀνδροκτονέω
Headword (normalized):
ἀνδροκτονέω
Headword (normalized/stripped):
ανδροκτονεω
IDX:
2639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2640
Key:
a)ndroktone/w

Data

{'content': 'ἀνδροκτονέω\n from ἀνδροκτόνος\n to slay men, Aesch.', 'key': 'a)ndroktone/w'}