Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγός
ἄγος
ἀγοστός
ἀγράμματος
ἄγραπτος
ἄγρα
ἀγραυλέω
ἄγραυλος
ἄγραφος
ἀγρεῖος
ἀγρειοσύνη
ἀγρεῖφνα
ἀγρέμιον
ἄγρευμα
ἀγρεύς
ἀγρευτής
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἀγριαίνω
ἀγριάς
ἀγριέλαιος
View word page
ἀγρειοσύνη
ἀγρειοσύνη ἀγρεῖος clownishness, a rude, vagrant life, Anth.
ShortDef
clownishness, a rude, vagrant life
Debugging
Headword:
ἀγρειοσύνη
Headword (normalized):
ἀγρειοσύνη
Headword (normalized/stripped):
αγρειοσυνη
IDX:
264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n264
Key:
a)greiosu/nh
Data
{'content': 'ἀγρειοσύνη\n ἀγρεῖος\n clownishness, a rude, vagrant life, Anth.', 'key': 'a)greiosu/nh'}