Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέος
πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλέος
πλεύμων
πλευρά
πλευρόθεν
πλευροκοπέω
πλευρόν
πλευροτυπής
πλεύρωμα
πλευστέος
πλευστικός
πλέω
πλέως
πληγή
πλῆγμα
πλῆθος
View word page
πλευροκοπέω
πλευροκοπέω πλευρο-κοπέω, fut. -ήσω κόπτω to smite the ribs, Soph.

ShortDef

to smite the ribs

Debugging

Headword:
πλευροκοπέω
Headword (normalized):
πλευροκοπέω
Headword (normalized/stripped):
πλευροκοπεω
IDX:
26366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26398
Key:
pleurokope/w

Data

{'content': 'πλευροκοπέω\n πλευρο-κοπέω,\n fut. -ήσω\n κόπτω\n to smite the ribs, Soph.', 'key': 'pleurokope/w'}