Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλεοναχῇ
πλεοναχός
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέος
πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλέος
πλεύμων
πλευρά
πλευρόθεν
πλευροκοπέω
πλευρόν
πλευροτυπής
πλεύρωμα
πλευστέος
πλευστικός
πλέω
πλέως
πληγή
View word page
πλευρά
πλευρά = πλευρόν a rib, Lat. costa, Hdt.: mostly in pl. the ribs, the side, Il., Hdt., Attic:—in sg., also, of one side, Soph. the side of things and places, πλευραὶ νηός Theogn.; χωρίου, ποταμοῦ Plat.; of an army, αἱ πλ. τοῦ πλαισίου Xen. the page of a book, Anth.

ShortDef

a rib

Debugging

Headword:
πλευρά
Headword (normalized):
πλευρά
Headword (normalized/stripped):
πλευρα
IDX:
26364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26396
Key:
pleura/

Data

{'content': 'πλευρά\n = πλευρόν\n a rib, Lat. costa, Hdt.: mostly in pl. the ribs, the side, Il., Hdt., Attic:—in sg., also, of one side, Soph.\n the side of things and places, πλευραὶ νηός Theogn.; χωρίου, ποταμοῦ Plat.; of an army, αἱ πλ. τοῦ πλαισίου Xen.\n the page of a book, Anth.', 'key': 'pleura/'}