Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλεονάζω
πλεονάκις
πλεοναχῇ
πλεοναχός
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέος
πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλέος
πλεύμων
πλευρά
πλευρόθεν
πλευροκοπέω
πλευρόν
πλευροτυπής
πλεύρωμα
πλευστέος
πλευστικός
πλέω
View word page
πλέος
πλέος πλέος, η, ον, Ionic for πλέως full.

ShortDef

full

Debugging

Headword:
πλέος
Headword (normalized):
πλέος
Headword (normalized/stripped):
πλεος
IDX:
26362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26394
Key:
ple/os

Data

{'content': 'πλέος\n πλέος, η, ον,\n Ionic for πλέως\n full.', 'key': 'ple/os'}