Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλεκτός
πλέκω
πλεονάζω
πλεονάκις
πλεοναχῇ
πλεοναχός
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέος
πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλέος
πλεύμων
πλευρά
πλευρόθεν
πλευροκοπέω
πλευρόν
πλευροτυπής
πλεύρωμα
πλευστέος
View word page
πλεονεκτικός
πλεονεκτικός πλεονεκτικός, ή, όν disposed to take too much, greedy, Dem., etc. adv. -κῶς, Plat.; πλ. ἔχειν Dem.

ShortDef

disposed to take too much, greedy

Debugging

Headword:
πλεονεκτικός
Headword (normalized):
πλεονεκτικός
Headword (normalized/stripped):
πλεονεκτικος
IDX:
26360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26392
Key:
pleonektiko/s

Data

{'content': 'πλεονεκτικός\n πλεονεκτικός, ή, όν\n disposed to take too much, greedy, Dem., etc. adv. -κῶς, Plat.; πλ. ἔχειν Dem.', 'key': 'pleonektiko/s'}