Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλεκτάνη
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκω
πλεονάζω
πλεονάκις
πλεοναχῇ
πλεοναχός
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέος
πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλέος
πλεύμων
πλευρά
πλευρόθεν
πλευροκοπέω
πλευρόν
View word page
πλεονέκτημα
πλεονέκτημα from πλεονεκτέω πλεονέκτημα, ατος, τό, an advantage, gain, privilege, Plat., Dem.: in pl. gains, successes, Xen. an act of overreaching, selfish trick, Dem.

ShortDef

an advantage, gain, privilege

Debugging

Headword:
πλεονέκτημα
Headword (normalized):
πλεονέκτημα
Headword (normalized/stripped):
πλεονεκτημα
IDX:
26357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26389
Key:
pleone/kthma

Data

{'content': 'πλεονέκτημα\n from πλεονεκτέω\n πλεονέκτημα, ατος, τό,\n an advantage, gain, privilege, Plat., Dem.: in pl. gains, successes, Xen.\n an act of overreaching, selfish trick, Dem.', 'key': 'pleone/kthma'}