Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκω
πλεονάζω
πλεονάκις
πλεοναχῇ
πλεοναχός
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέος
πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλέος
πλεύμων
πλευρά
πλευρόθεν
View word page
πλεοναχός
πλεοναχός πλέων manifold, adv. in various ways, Arist.
ShortDef
manifold, adv. in various ways
Debugging
Headword:
πλεοναχός
Headword (normalized):
πλεοναχός
Headword (normalized/stripped):
πλεοναχος
IDX:
26355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26387
Key:
pleonaxw=s
Data
{'content': 'πλεοναχός\n πλέων\n manifold, adv. in various ways, Arist.', 'key': 'pleonaxw=s'}