Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλειστόμβροτος
πλεῖστος
πλείων
πλειών
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκω
πλεονάζω
πλεονάκις
πλεοναχῇ
πλεοναχός
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέος
πλεονεκτικός
πλεονεξία
View word page
πλέκω
πλέκω to plait, twine, twist, weave, braid, Il., etc. : Med., πεῖσμα πλεξάμενος having twisted me a rope, Od.:—Pass., κράνεα πεπλεγμένα of basket-work, Hdt.; σειραὶ πεπλεγμέναι ἐξ ἱμάντων Hdt. metaph. to plan, devise, contrive, like ῥάπτειν, ὑφαίνειν, mostly of tortuous means, πλ. δόλον Aesch.; μηχανάς Eur.; παντοίας παλάμας Ar. of Poets, πλ. ὕμνον, ῥήματα Pind.; πλ. λόγους Eur. in Pass. to twist oneself round, Aesch.

ShortDef

to plait, twine, twist, weave, braid

Debugging

Headword:
πλέκω
Headword (normalized):
πλέκω
Headword (normalized/stripped):
πλεκω
IDX:
26351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26383
Key:
ple/kw

Data

{'content': 'πλέκω\n to plait, twine, twist, weave, braid, Il., etc. : Med., πεῖσμα πλεξάμενος having twisted me a rope, Od.:—Pass., κράνεα πεπλεγμένα of basket-work, Hdt.; σειραὶ πεπλεγμέναι ἐξ ἱμάντων Hdt.\n metaph. to plan, devise, contrive, like ῥάπτειν, ὑφαίνειν, mostly of tortuous means, πλ. δόλον Aesch.; μηχανάς Eur.; παντοίας παλάμας Ar.\n of Poets, πλ. ὕμνον, ῥήματα Pind.; πλ. λόγους Eur.\n in Pass. to twist oneself round, Aesch.', 'key': 'ple/kw'}