Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλειστοβόλος
πλειστόμβροτος
πλεῖστος
πλείων
πλειών
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκω
πλεονάζω
πλεονάκις
πλεοναχῇ
πλεοναχός
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέος
πλεονεκτικός
View word page
πλεκτός
πλεκτός πλεκτός, ή, όν πλέκω plaited, twisted, Hom., Hes., etc.; π. στέγαι wicker mansions, of the Scythian vans, Aesch.; πλεκτὴ Αἰγύπτου παιδεία the twisted taskwork of Egypt, i. e. ropes of biblus, Eur. wreathed, ἄνθη Aesch.; στέφανος Eur.

ShortDef

plaited, twisted

Debugging

Headword:
πλεκτός
Headword (normalized):
πλεκτός
Headword (normalized/stripped):
πλεκτος
IDX:
26350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26382
Key:
plekto/s

Data

{'content': 'πλεκτός\n πλεκτός, ή, όν\n πλέκω\n plaited, twisted, Hom., Hes., etc.; π. στέγαι wicker mansions, of the Scythian vans, Aesch.; πλεκτὴ Αἰγύπτου παιδεία the twisted taskwork of Egypt, i. e. ropes of biblus, Eur.\n wreathed, ἄνθη Aesch.; στέφανος Eur.', 'key': 'plekto/s'}