πλεκτός
πλεκτός
πλεκτός, ή, όν
πλέκω
plaited, twisted, Hom., Hes., etc.; π. στέγαι wicker mansions, of the Scythian vans, Aesch.; πλεκτὴ Αἰγύπτου παιδεία the twisted taskwork of Egypt, i. e. ropes of biblus, Eur.
wreathed, ἄνθη Aesch.; στέφανος Eur.