Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλειστηρίζομαι
πλειστοβόλος
πλειστόμβροτος
πλεῖστος
πλείων
πλειών
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκω
πλεονάζω
πλεονάκις
πλεοναχῇ
πλεοναχός
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέος
View word page
πλεκτικός
πλεκτικός πλεκτικός, ή, όν πλέκω of plaiting, τέχναι Plat.

ShortDef

of plaiting

Debugging

Headword:
πλεκτικός
Headword (normalized):
πλεκτικός
Headword (normalized/stripped):
πλεκτικος
IDX:
26349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26381
Key:
plektiko/s

Data

{'content': 'πλεκτικός\n πλεκτικός, ή, όν\n πλέκω\n of plaiting, τέχναι Plat.', 'key': 'plektiko/s'}