Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Πλειάδες
πλειστάκις
πλειστήρης
πλειστηρίζομαι
πλειστοβόλος
πλειστόμβροτος
πλεῖστος
πλείων
πλειών
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκω
πλεονάζω
πλεονάκις
πλεοναχῇ
πλεοναχός
πλεονεκτέω
View word page
πλεκτανάομαι
πλεκτανάομαι πλεκτᾰνάομαι, Pass. to be intertwined, πεπλεκτανημέναι δράκουσι, of the Erinyes, Aesch. from πλεκτάνη (ᾰ)
ShortDef
to be intertwined
Debugging
Headword:
πλεκτανάομαι
Headword (normalized):
πλεκτανάομαι
Headword (normalized/stripped):
πλεκταναομαι
IDX:
26346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26378
Key:
plektana/omai
Data
{'content': 'πλεκτανάομαι\n πλεκτᾰνάομαι,\n Pass. to be intertwined, πεπλεκτανημέναι δράκουσι, of the Erinyes, Aesch.\n from πλεκτάνη (ᾰ)', 'key': 'plektana/omai'}