Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλέθρον
Πλειάδες
πλειστάκις
πλειστήρης
πλειστηρίζομαι
πλειστοβόλος
πλειστόμβροτος
πλεῖστος
πλείων
πλειών
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκω
πλεονάζω
πλεονάκις
πλεοναχῇ
πλεοναχός
View word page
πλέκος
πλέκος πλέκος, ος, εος, τό, πλέκω wicker-work, Ar.

ShortDef

wicker-work

Debugging

Headword:
πλέκος
Headword (normalized):
πλέκος
Headword (normalized/stripped):
πλεκος
IDX:
26345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26377
Key:
ple/kos

Data

{'content': 'πλέκος\n πλέκος, ος, εος, τό,\n πλέκω\n wicker-work, Ar.', 'key': 'ple/kos'}