Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλέγδην
πλέγμα
πλεθριαῖος
πλεθρίζω
πλέθρον
Πλειάδες
πλειστάκις
πλειστήρης
πλειστηρίζομαι
πλειστοβόλος
πλειστόμβροτος
πλεῖστος
πλείων
πλειών
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκω
View word page
πλειστόμβροτος
πλειστόμβροτος πλειστόμ-βροτος, ον, crowded with people, Pind.

ShortDef

crowded with people

Debugging

Headword:
πλειστόμβροτος
Headword (normalized):
πλειστόμβροτος
Headword (normalized/stripped):
πλειστομβροτος
IDX:
26341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26373
Key:
pleisto/mbrotos

Data

{'content': 'πλειστόμβροτος\n πλειστόμ-βροτος, ον,\n crowded with people, Pind.', 'key': 'pleisto/mbrotos'}