Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πλάτων
πλέγδην
πλέγμα
πλεθριαῖος
πλεθρίζω
πλέθρον
Πλειάδες
πλειστάκις
πλειστήρης
πλειστηρίζομαι
πλειστοβόλος
πλειστόμβροτος
πλεῖστος
πλείων
πλειών
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
View word page
πλειστοβόλος
πλειστοβόλος πλειστο-βόλος, ον, throwing the most, of dicers, Anth.

ShortDef

throwing the most

Debugging

Headword:
πλειστοβόλος
Headword (normalized):
πλειστοβόλος
Headword (normalized/stripped):
πλειστοβολος
IDX:
26340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26372
Key:
pleistobo/los

Data

{'content': 'πλειστοβόλος\n πλειστο-βόλος, ον,\n throwing the most, of dicers, Anth.', 'key': 'pleistobo/los'}