Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλατύπυγος
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύς
πλατύτης
Πλατωνικός
Πλάτων
πλέγδην
πλέγμα
πλεθριαῖος
πλεθρίζω
πλέθρον
Πλειάδες
πλειστάκις
πλειστήρης
πλειστηρίζομαι
πλειστοβόλος
πλειστόμβροτος
πλεῖστος
πλείων
πλειών
View word page
πλεθρίζω
πλεθρίζω πλεθρίζω, to run the πλέθρον; metaph. to "shoot with a long bow, " Theophr.

ShortDef

to run the πλέθρον

Debugging

Headword:
πλεθρίζω
Headword (normalized):
πλεθρίζω
Headword (normalized/stripped):
πλεθριζω
IDX:
26334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26366
Key:
pleqri/zw

Data

{'content': 'πλεθρίζω\n πλεθρίζω,\n to run the πλέθρον; metaph. to "shoot with a long bow, " Theophr.', 'key': 'pleqri/zw'}