Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλατύνωτος
πλατύπυγος
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύς
πλατύτης
Πλατωνικός
Πλάτων
πλέγδην
πλέγμα
πλεθριαῖος
πλεθρίζω
πλέθρον
Πλειάδες
πλειστάκις
πλειστήρης
πλειστηρίζομαι
πλειστοβόλος
πλειστόμβροτος
πλεῖστος
πλείων
View word page
πλεθριαῖος
πλεθριαῖος πλεθριαῖος, α, ον πλέθρον broad or long, Xen.
ShortDef
broad
Debugging
Headword:
πλεθριαῖος
Headword (normalized):
πλεθριαῖος
Headword (normalized/stripped):
πλεθριαιος
IDX:
26333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26365
Key:
pleqriai=os
Data
{'content': 'πλεθριαῖος\n πλεθριαῖος, α, ον\n πλέθρον\n broad or long, Xen.', 'key': 'pleqriai=os'}