Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύπυγος
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύς
πλατύτης
Πλατωνικός
Πλάτων
πλέγδην
πλέγμα
πλεθριαῖος
πλεθρίζω
πλέθρον
Πλειάδες
πλειστάκις
πλειστήρης
πλειστηρίζομαι
πλειστοβόλος
πλειστόμβροτος
πλεῖστος
View word page
πλέγμα
πλέγμα πλέγμα, ατος, τό, πλέκω plaited work, wicker-work, Plat., Xen.:—pl. wreaths, braids, Eur., NTest.

ShortDef

plaited work, wicker-work

Debugging

Headword:
πλέγμα
Headword (normalized):
πλέγμα
Headword (normalized/stripped):
πλεγμα
IDX:
26332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26364
Key:
ple/gma

Data

{'content': 'πλέγμα\n πλέγμα, ατος, τό,\n πλέκω\n plaited work, wicker-work, Plat., Xen.:—pl. wreaths, braids, Eur., NTest.', 'key': 'ple/gma'}