Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύπυγος
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύς
πλατύτης
Πλατωνικός
Πλάτων
πλέγδην
πλέγμα
πλεθριαῖος
πλεθρίζω
πλέθρον
Πλειάδες
πλειστάκις
πλειστήρης
πλειστηρίζομαι
πλειστοβόλος
πλειστόμβροτος
View word page
πλέγδην
πλέγδην πλέκω adv. entwined, entangled, Anth.
ShortDef
entwined, entangled
Debugging
Headword:
πλέγδην
Headword (normalized):
πλέγδην
Headword (normalized/stripped):
πλεγδην
IDX:
26331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26363
Key:
ple/gdhn
Data
{'content': 'πλέγδην\n πλέκω\n adv. entwined, entangled, Anth.', 'key': 'ple/gdhn'}