Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλάτος
πλατυγίζω
πλατυλέσχης
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύπυγος
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύς
πλατύτης
Πλατωνικός
Πλάτων
πλέγδην
πλέγμα
πλεθριαῖος
πλεθρίζω
πλέθρον
Πλειάδες
πλειστάκις
πλειστήρης
View word page
πλατύτης
πλατύτης πλᾰτύτης, ητος, ἡ, breadth, bulk, Xen.

ShortDef

breadth, bulk

Debugging

Headword:
πλατύτης
Headword (normalized):
πλατύτης
Headword (normalized/stripped):
πλατυτης
IDX:
26328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26360
Key:
platu/ths

Data

{'content': 'πλατύτης\n πλᾰτύτης, ητος, ἡ,\n breadth, bulk, Xen.', 'key': 'platu/ths'}