Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλατόομαι
πλατός
πλάτος
πλατυγίζω
πλατυλέσχης
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύπυγος
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύς
πλατύτης
Πλατωνικός
Πλάτων
πλέγδην
πλέγμα
πλεθριαῖος
πλεθρίζω
πλέθρον
Πλειάδες
View word page
πλατύρροος
πλατύρροος πλᾰτύρρους, ουν, broad-flowing, Aesch.

ShortDef

broad-flowing

Debugging

Headword:
πλατύρροος
Headword (normalized):
πλατύρροος
Headword (normalized/stripped):
πλατυρροος
IDX:
26326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26358
Key:
platu/rroos

Data

{'content': 'πλατύρροος\n πλᾰτύρρους, ουν,\n broad-flowing, Aesch.', 'key': 'platu/rroos'}