Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλατεῖα
πλατεῖον
πλάτη
πλᾶτις
πλατόομαι
πλατός
πλάτος
πλατυγίζω
πλατυλέσχης
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύπυγος
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύς
πλατύτης
Πλατωνικός
Πλάτων
πλέγδην
πλέγμα
View word page
πλατύνω
πλατύνω πλᾰτύνω, πλατύς to widen, make wide, NTest.: —Mid., πλατύνεσθαι γῆν to widen oneʼs territory, Xen.:—Pass. to grow broad, widen out, Anth.: metaph., ἡ καρδία πεπλάτυνται is opened, enlarged, NTest.
ShortDef
to widen, make wide
Debugging
Headword:
πλατύνω
Headword (normalized):
πλατύνω
Headword (normalized/stripped):
πλατυνω
IDX:
26322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26354
Key:
platu/nw
Data
{'content': 'πλατύνω\n πλᾰτύνω,\n πλατύς\n to widen, make wide, NTest.: —Mid., πλατύνεσθαι γῆν to widen oneʼs territory, Xen.:—Pass. to grow broad, widen out, Anth.: metaph., ἡ καρδία πεπλάτυνται is opened, enlarged, NTest.', 'key': 'platu/nw'}