Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλατειάζω
πλατεῖα
πλατεῖον
πλάτη
πλᾶτις
πλατόομαι
πλατός
πλάτος
πλατυγίζω
πλατυλέσχης
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύπυγος
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύς
πλατύτης
Πλατωνικός
Πλάτων
πλέγδην
View word page
πλατυντέος
πλατυντέος πλατυντέος, ον, verb. adj. one must extend, Xen. from πλᾰτύνω

ShortDef

one must extend

Debugging

Headword:
πλατυντέος
Headword (normalized):
πλατυντέος
Headword (normalized/stripped):
πλατυντεος
IDX:
26321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26353
Key:
platunte/os

Data

{'content': 'πλατυντέος\n πλατυντέος, ον,\n verb. adj.\n one must extend, Xen.\n from πλᾰτύνω', 'key': 'platunte/os'}