Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλάτανος
πλατειάζω
πλατεῖα
πλατεῖον
πλάτη
πλᾶτις
πλατόομαι
πλατός
πλάτος
πλατυγίζω
πλατυλέσχης
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύπυγος
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύς
πλατύτης
Πλατωνικός
Πλάτων
View word page
πλατυλέσχης
πλατυλέσχης πλᾰτῠ-λέσχης, ου, ὁ, a wide-mouthed babbler, Anth.
ShortDef
a wide-mouthed babbler
Debugging
Headword:
πλατυλέσχης
Headword (normalized):
πλατυλέσχης
Headword (normalized/stripped):
πλατυλεσχης
IDX:
26320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26352
Key:
platule/sxhs
Data
{'content': 'πλατυλέσχης\n πλᾰτῠ-λέσχης, ου, ὁ,\n a wide-mouthed babbler, Anth.', 'key': 'platule/sxhs'}