Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλατάνιστος
πλατανιστοῦς
πλάτανος
πλατειάζω
πλατεῖα
πλατεῖον
πλάτη
πλᾶτις
πλατόομαι
πλατός
πλάτος
πλατυγίζω
πλατυλέσχης
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύπυγος
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύς
πλατύτης
View word page
πλάτος
πλάτος πλάτος, ος, εος, τό, πλᾰτύς breadth, width, Hdt., etc.:— absol., πλάτος or τὸ πλ., in breadth, Hdt., Xen.

ShortDef

breadth, width
platform

Debugging

Headword:
πλάτος
Headword (normalized):
πλάτος
Headword (normalized/stripped):
πλατος
IDX:
26318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26350
Key:
pla/tos1

Data

{'content': 'πλάτος\n πλάτος, ος, εος, τό,\n πλᾰτύς\n breadth, width, Hdt., etc.:— absol., πλάτος or τὸ πλ., in breadth, Hdt., Xen.', 'key': 'pla/tos1'}