Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνδριστέος
ἀνδριστί
ἀνδροβόρος
ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρογόνος
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάϊκτος
ἀνδροδάμας
ἀνδροθέα
ἀνδρόθεν
ἀνδροθνής
ἀνδροκμής
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκτασία
ἀνδροκτονέω
ἀνδροκτόνος
ἀνδρολέτειρα
ἀνδροληψία
ἀνδρομάχος
ἀνδρόμεος
View word page
ἀνδρόθεν
ἀνδρόθεν ἀνήρ from a man or men, Anth.

ShortDef

from a man

Debugging

Headword:
ἀνδρόθεν
Headword (normalized):
ἀνδρόθεν
Headword (normalized/stripped):
ανδροθεν
IDX:
2634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2635
Key:
a)ndro/qen

Data

{'content': 'ἀνδρόθεν\n ἀνήρ\n from a man or men, Anth.', 'key': 'a)ndro/qen'}