Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλαταμών
πλατάνιστος
πλατανιστοῦς
πλάτανος
πλατειάζω
πλατεῖα
πλατεῖον
πλάτη
πλᾶτις
πλατόομαι
πλατός
πλάτος
πλατυγίζω
πλατυλέσχης
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύπυγος
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύς
View word page
πλατός
πλατός πλᾱτός, ή, όν shortd. for πελατός approachable, Aesch.
ShortDef
approachable
Debugging
Headword:
πλατός
Headword (normalized):
πλατός
Headword (normalized/stripped):
πλατος
IDX:
26317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26349
Key:
plato/s
Data
{'content': 'πλατός\n πλᾱτός, ή, όν\n shortd. for πελατός\n approachable, Aesch.', 'key': 'plato/s'}