Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πλαταιικός
πλαταμών
πλατάνιστος
πλατανιστοῦς
πλάτανος
πλατειάζω
πλατεῖα
πλατεῖον
πλάτη
πλᾶτις
πλατόομαι
πλατός
πλάτος
πλατυγίζω
πλατυλέσχης
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύπυγος
πλατύρρις
πλατύρροος
View word page
πλατόομαι
πλατόομαι πλᾰτόομαι, Pass. to be made flat like an oar-blade, Ar. from πλάτος

ShortDef

to be made flat

Debugging

Headword:
πλατόομαι
Headword (normalized):
πλατόομαι
Headword (normalized/stripped):
πλατοομαι
IDX:
26316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26348
Key:
plato/omai

Data

{'content': 'πλατόομαι\n πλᾰτόομαι,\n Pass. to be made flat like an oar-blade, Ar.\n from πλάτος', 'key': 'plato/omai'}