Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πλαταιᾶσι
Πλαταιεύς
Πλαταιικός
πλαταμών
πλατάνιστος
πλατανιστοῦς
πλάτανος
πλατειάζω
πλατεῖα
πλατεῖον
πλάτη
πλᾶτις
πλατόομαι
πλατός
πλάτος
πλατυγίζω
πλατυλέσχης
πλατυντέος
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύπυγος
View word page
πλάτη
πλάτη πλάτη, Doric πλάτα, ἡ, πλᾰτύς a flat surface: the blade of an oar, an oar, Trag.; ναυτίλῳ πλάτῃ by ship, by sea, Soph.; οὐρίῳ πλάτῃ with a fair voyage, Soph. a sheet of paper, Anth.

ShortDef

(blade of an) oar; winnowing fan

Debugging

Headword:
πλάτη
Headword (normalized):
πλάτη
Headword (normalized/stripped):
πλατη
IDX:
26314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26346
Key:
pla/th

Data

{'content': 'πλάτη\n πλάτη, Doric πλάτα, ἡ,\n πλᾰτύς\n a flat surface: \n the blade of an oar, an oar, Trag.; ναυτίλῳ πλάτῃ by ship, by sea, Soph.; οὐρίῳ πλάτῃ with a fair voyage, Soph.\n a sheet of paper, Anth.', 'key': 'pla/th'}