Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλαταγή
πλαταγώνιον
Πλάταια
Πλαταιᾶσι
Πλαταιεύς
Πλαταιικός
πλαταμών
πλατάνιστος
πλατανιστοῦς
πλάτανος
πλατειάζω
πλατεῖα
πλατεῖον
πλάτη
πλᾶτις
πλατόομαι
πλατός
πλάτος
πλατυγίζω
πλατυλέσχης
πλατυντέος
View word page
πλατειάζω
πλατειάζω πλᾰτειάζω, πλατύς to speak or pronounce broadly, like the Dorians, Theocr.

ShortDef

to speak

Debugging

Headword:
πλατειάζω
Headword (normalized):
πλατειάζω
Headword (normalized/stripped):
πλατειαζω
IDX:
26311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26342
Key:
plateia/zw

Data

{'content': 'πλατειάζω\n πλᾰτειάζω,\n πλατύς\n to speak or pronounce broadly, like the Dorians, Theocr.', 'key': 'plateia/zw'}