Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλατάγημα
πλαταγή
πλαταγώνιον
Πλάταια
Πλαταιᾶσι
Πλαταιεύς
Πλαταιικός
πλαταμών
πλατάνιστος
πλατανιστοῦς
πλάτανος
πλατειάζω
πλατεῖα
πλατεῖον
πλάτη
πλᾶτις
πλατόομαι
πλατός
πλάτος
πλατυγίζω
πλατυλέσχης
View word page
πλάτανος
πλάτανος πλάτᾰνος, ἡ, later form of πλατάνιστος the oriental plane, Lat. platanus, Ar., Plat. From πλατύς, because of its broad leaves.
ShortDef
plane tree
Debugging
Headword:
πλάτανος
Headword (normalized):
πλάτανος
Headword (normalized/stripped):
πλατανος
IDX:
26310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26341
Key:
pla/tanos
Data
{'content': 'πλάτανος\n πλάτᾰνος, ἡ,\n later form of πλατάνιστος\n the oriental plane, Lat. platanus, Ar., Plat.\n From πλατύς, because of its broad leaves.', 'key': 'pla/tanos'}