Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλαταγέω
πλατάγημα
πλαταγή
πλαταγώνιον
Πλάταια
Πλαταιᾶσι
Πλαταιεύς
Πλαταιικός
πλαταμών
πλατάνιστος
πλατανιστοῦς
πλάτανος
πλατειάζω
πλατεῖα
πλατεῖον
πλάτη
πλᾶτις
πλατόομαι
πλατός
πλάτος
πλατυγίζω
View word page
πλατανιστοῦς
πλατανιστοῦς πλᾰτᾰνιστοῦς, οῦντος, ὁ, a grove of plane-trees, Lat. platanetum, Theogn.

ShortDef

a grove of plane-trees

Debugging

Headword:
πλατανιστοῦς
Headword (normalized):
πλατανιστοῦς
Headword (normalized/stripped):
πλατανιστους
IDX:
26309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26340
Key:
platanistou=s

Data

{'content': 'πλατανιστοῦς\n πλᾰτᾰνιστοῦς, οῦντος, ὁ,\n \n a grove of plane-trees, Lat. platanetum, Theogn.', 'key': 'platanistou=s'}