Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλαστικός
πλαστός
πλαταγέω
πλατάγημα
πλαταγή
πλαταγώνιον
Πλάταια
Πλαταιᾶσι
Πλαταιεύς
Πλαταιικός
πλαταμών
πλατάνιστος
πλατανιστοῦς
πλάτανος
πλατειάζω
πλατεῖα
πλατεῖον
πλάτη
πλᾶτις
πλατόομαι
πλατός
View word page
πλαταμών
πλαταμών πλᾰτᾰμών, ῶνος, ὁ, πλατύς a flat stone, Hhymn.:— in pl. ledges of rock, Strab.
ShortDef
a flat stone
Debugging
Headword:
πλαταμών
Headword (normalized):
πλαταμών
Headword (normalized/stripped):
πλαταμων
IDX:
26307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26338
Key:
platamw/n
Data
{'content': 'πλαταμών\n πλᾰτᾰμών, ῶνος, ὁ,\n πλατύς\n a flat stone, Hhymn.:— in pl. ledges of rock, Strab.', 'key': 'platamw/n'}