Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλασματίας
πλάσσω
πλαστεύω
πλάστης
πλάστιγξ
πλαστικός
πλαστός
πλαταγέω
πλατάγημα
πλαταγή
πλαταγώνιον
Πλάταια
Πλαταιᾶσι
Πλαταιεύς
Πλαταιικός
πλαταμών
πλατάνιστος
πλατανιστοῦς
πλάτανος
πλατειάζω
πλατεῖα
View word page
πλαταγώνιον
πλαταγώνιον πλᾰτᾰγώνιον, ου, τό, πλαταγέω the broad petal of the poppy or anemone, which lovers laid on the left hand, and struck with the right; it was a good omen if it burst with a loud crack, Theocr.

ShortDef

the broad petal of the poppy

Debugging

Headword:
πλαταγώνιον
Headword (normalized):
πλαταγώνιον
Headword (normalized/stripped):
πλαταγωνιον
IDX:
26302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26333
Key:
platagw/nion

Data

{'content': 'πλαταγώνιον\n πλᾰτᾰγώνιον, ου, τό,\n πλαταγέω\n the broad petal of the poppy or anemone, which lovers laid on the left hand, and struck with the right; it was a good omen if it burst with a loud crack, Theocr.', 'key': 'platagw/nion'}