Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλανύττω
πλάξ
πλάσμα
πλασματίας
πλάσσω
πλαστεύω
πλάστης
πλάστιγξ
πλαστικός
πλαστός
πλαταγέω
πλατάγημα
πλαταγή
πλαταγώνιον
Πλάταια
Πλαταιᾶσι
Πλαταιεύς
Πλαταιικός
πλαταμών
πλατάνιστος
πλατανιστοῦς
View word page
πλαταγέω
πλαταγέω πλᾰτᾰγέω, fut. -ήσω to clap, clap the hands, Theocr.; to clash, crack, Theocr.:—so in Mid., Anth. to beat the breasts, Bion.; πλ. τύμπανα Anth.

ShortDef

to clap, clap the hands

Debugging

Headword:
πλαταγέω
Headword (normalized):
πλαταγέω
Headword (normalized/stripped):
πλαταγεω
IDX:
26299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26330
Key:
platage/w

Data

{'content': 'πλαταγέω\n πλᾰτᾰγέω,\n fut. -ήσω\n to clap, clap the hands, Theocr.; to clash, crack, Theocr.:—so in Mid., Anth.\n to beat the breasts, Bion.; πλ. τύμπανα Anth.', 'key': 'platage/w'}