Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνδρικός
ἀνδρίον
ἀνδριστέος
ἀνδριστί
ἀνδροβόρος
ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρογόνος
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάϊκτος
ἀνδροδάμας
ἀνδροθέα
ἀνδρόθεν
ἀνδροθνής
ἀνδροκμής
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκτασία
ἀνδροκτονέω
ἀνδροκτόνος
ἀνδρολέτειρα
ἀνδροληψία
View word page
ἀνδροδάμας
ἀνδροδάμας ἀνήρ, δαμάζω man-taming, Pind.
ShortDef
man-taming
Debugging
Headword:
ἀνδροδάμας
Headword (normalized):
ἀνδροδάμας
Headword (normalized/stripped):
ανδροδαμας
IDX:
2632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2633
Key:
a)ndroda/mas
Data
{'content': 'ἀνδροδάμας\n ἀνήρ, δαμάζω\n man-taming, Pind.', 'key': 'a)ndroda/mas'}