Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλανοστιβής
πλανύττω
πλάξ
πλάσμα
πλασματίας
πλάσσω
πλαστεύω
πλάστης
πλάστιγξ
πλαστικός
πλαστός
πλαταγέω
πλατάγημα
πλαταγή
πλαταγώνιον
Πλάταια
Πλαταιᾶσι
Πλαταιεύς
Πλαταιικός
πλαταμών
πλατάνιστος
View word page
πλαστός
πλαστός πλαστός, ή, όν πλάσσω formed, moulded in clay or wax, Hes., Plat., etc. metaph. fabricated, forged, counterfeit, Hdt., Eur.; πλαστός a supposititious son, Soph.

ShortDef

formed, moulded

Debugging

Headword:
πλαστός
Headword (normalized):
πλαστός
Headword (normalized/stripped):
πλαστος
IDX:
26298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26329
Key:
plasto/s

Data

{'content': 'πλαστός\n πλαστός, ή, όν\n πλάσσω\n formed, moulded in clay or wax, Hes., Plat., etc.\n metaph. fabricated, forged, counterfeit, Hdt., Eur.; πλαστός a supposititious son, Soph.', 'key': 'plasto/s'}