Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλάξ
πλάσμα
πλασματίας
πλάσσω
πλαστεύω
πλάστης
πλάστιγξ
πλαστικός
πλαστός
πλαταγέω
πλατάγημα
πλαταγή
πλαταγώνιον
Πλάταια
Πλαταιᾶσι
Πλαταιεύς
Πλαταιικός
πλαταμών
View word page
πλαστικός
πλαστικός πλαστικός, ή, όν πλάσσω fit for moulding, plastic, αἱ πλ. τέχναι the plastic arts, Plat.
ShortDef
fit for moulding, plastic
Debugging
Headword:
πλαστικός
Headword (normalized):
πλαστικός
Headword (normalized/stripped):
πλαστικος
IDX:
26297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26328
Key:
plastiko/s
Data
{'content': 'πλαστικός\n πλαστικός, ή, όν\n πλάσσω\n fit for moulding, plastic, αἱ πλ. τέχναι the plastic arts, Plat.', 'key': 'plastiko/s'}