Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλανητός
πλάνιος
πλανόδιος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλάξ
πλάσμα
πλασματίας
πλάσσω
πλαστεύω
πλάστης
πλάστιγξ
πλαστικός
πλαστός
πλαταγέω
πλατάγημα
πλαταγή
πλαταγώνιον
Πλάταια
Πλαταιᾶσι
View word page
πλαστεύω
πλαστεύω πλαστεύω, to falsify, Byz.

ShortDef

to falsify

Debugging

Headword:
πλαστεύω
Headword (normalized):
πλαστεύω
Headword (normalized/stripped):
πλαστευω
IDX:
26294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26325
Key:
plasteu/w

Data

{'content': 'πλαστεύω\n πλαστεύω,\n to falsify, Byz.', 'key': 'plasteu/w'}