Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλάνησις
πλάνης
πλανητέος
πλανήτης
πλανητικός
πλανητός
πλάνιος
πλανόδιος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλάξ
πλάσμα
πλασματίας
πλάσσω
πλαστεύω
πλάστης
πλάστιγξ
πλαστικός
πλαστός
πλαταγέω
View word page
πλανύττω
πλανύττω πλᾰνύττω, = πλανάομαι to wander about, Ar.
ShortDef
to wander about
Debugging
Headword:
πλανύττω
Headword (normalized):
πλανύττω
Headword (normalized/stripped):
πλανυττω
IDX:
26289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26320
Key:
planu/ttw
Data
{'content': 'πλανύττω\n πλᾰνύττω,\n = πλανάομαι\n to wander about, Ar.', 'key': 'planu/ttw'}