Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλάνημα
πλάνη
πλάνησις
πλάνης
πλανητέος
πλανήτης
πλανητικός
πλανητός
πλάνιος
πλανόδιος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλάξ
πλάσμα
πλασματίας
πλάσσω
πλαστεύω
πλάστης
πλάστιγξ
πλαστικός
View word page
πλάνος
πλάνος .πλάνος (ᾰ), ον, act. leading astray, cheating, deceiving, Theocr., Mosch. πλάνος, πλάνη, a wandering, roaming, straying, Soph., Eur., etc. metaph., φροντίδος πλάνοι the wanderings of thought, Soph.; but, πλ. φρενῶν wandering of mind, madness, Eur.; πλάνοις in uncertain fits, of a disease, Soph.; κερκίδος πλάνοι, of the act of weaving, Eur. of persons, πλάνος, a deceiver, impostor, NTest.

ShortDef

leading astray, deceiving, (noun) wandering

Debugging

Headword:
πλάνος
Headword (normalized):
πλάνος
Headword (normalized/stripped):
πλανος
IDX:
26287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26318
Key:
pla/nos

Data

{'content': 'πλάνος\n .πλάνος (ᾰ), ον,\n act. leading astray, cheating, deceiving, Theocr., Mosch.\n πλάνος, πλάνη, a wandering, roaming, straying, Soph., Eur., etc.\n metaph., φροντίδος πλάνοι the wanderings of thought, Soph.; but, πλ. φρενῶν wandering of mind, madness, Eur.; πλάνοις in uncertain fits, of a disease, Soph.; κερκίδος πλάνοι, of the act of weaving, Eur.\n of persons, πλάνος, a deceiver, impostor, NTest.', 'key': 'pla/nos'}