Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλανάω
πλάνημα
πλάνη
πλάνησις
πλάνης
πλανητέος
πλανήτης
πλανητικός
πλανητός
πλάνιος
πλανόδιος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλάξ
πλάσμα
πλασματίας
πλάσσω
πλαστεύω
πλάστης
πλάστιγξ
View word page
πλανόδιος
πλανόδιος πλαν-όδιος, α, ον going by bye-paths, wandering, Hhymn. ᾱ metri. grat.

ShortDef

going by bye-paths, wandering

Debugging

Headword:
πλανόδιος
Headword (normalized):
πλανόδιος
Headword (normalized/stripped):
πλανοδιος
IDX:
26286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26317
Key:
plano/dios

Data

{'content': 'πλανόδιος\n πλαν-όδιος, α, ον\n going by bye-paths, wandering, Hhymn.\n ᾱ metri. grat.', 'key': 'plano/dios'}