Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλακοῦς
πλάκτωρ
πλανάω
πλάνημα
πλάνη
πλάνησις
πλάνης
πλανητέος
πλανήτης
πλανητικός
πλανητός
πλάνιος
πλανόδιος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλάξ
πλάσμα
πλασματίας
πλάσσω
πλαστεύω
View word page
πλανητός
πλανητός πλᾰνητός, ή, όν πλανάομαι wandering, Plat.

ShortDef

wandering

Debugging

Headword:
πλανητός
Headword (normalized):
πλανητός
Headword (normalized/stripped):
πλανητος
IDX:
26284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26315
Key:
planhto/s

Data

{'content': 'πλανητός\n πλᾰνητός, ή, όν\n πλανάομαι\n wandering, Plat.', 'key': 'planhto/s'}